- οὔκω
- οὔκω, [dialect] Ion. for οὔπω. [full] οὔκων and [full] οὐκῶν,A v. οὔκουν and οὐκοῦν. [full] οὔκως, [dialect] Ion. for οὔπως. [full] οὐλᾰδώνῠμος, ον, v. οὐλαμώνυμος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ούκω — οὔκω (Α) ιων. τ. βλ. οὔπω … Dictionary of Greek
οὔκω — οὔπω not yet ionic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ούπω — (Α οὔπω και οὔ πω και ιων. τ. οὔκω) επίρρ. όχι ακόμη, ακόμη δεν νεοελλ. φρ. α) «ούπω καιρός» δεν είναι ακόμη ο καιρός β) «όσον ούπω» βλ. οσονούπω αρχ. (χρησιμοποιείται ως επιτ. αρνήσεως) με κανέναν τρόπο, διόλου … Dictionary of Greek
πρώτος — η, ο / πρῶτος, ώτη, ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, ον, Α 1. αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τον βαθμό, την ποιότητα, την αξία, τη θέση που έχει σε μια αριθμητική σειρά ή και το αξίωμα που κατέχει σε μια ιεραρχική τάξη… … Dictionary of Greek